- αναμηρύκησις
- ἀναμηρύκησις (-εως), η (Α) [ἀναμηρυκῶμαι]αναμάσημα τής τροφής, μηρυκασμός, ξαναμάσημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναμηρύκησις — rumination fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναμηρυκώμαι — ἀναμηρυκῶμαι ( άομαι) (Α) ξαναμασώ τροφή, μηρυκάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μηρυκῶμαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀναμηρύκησις] … Dictionary of Greek